οσφυς

οσφυς
    ὀσφύς
    или ὀσφῦς -ύος ἥ тж. pl. (ῡ только в двухсложных формах)
    

(acc. ὀσφύν и ὀσφῦν, редко ὀσφύα)

    1) бедра, бока, тазобедренный пояс, поясница Her., Aesch., Arph.
    

καρπὸς τῆς ὀσφύος NT. = σπέρμα

    2) (у насекомых) задняя часть брюшка Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "οσφυς" в других словарях:

  • ὀσφῦς — ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσφύς — (ΑΜ ὀσφύς, ύος, Α και ὀσφῡς) 1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά τής σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει» …   Dictionary of Greek

  • ὀσφύς — ὀσφύ̱ς , ὀσφύς fem nom sg ὀσφύ̱ς , ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφῦν — ὀσφύς fem acc sg ὀσφύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύας — ὀσφύς fem acc pl ὀσφύς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύες — ὀσφύς fem nom/voc pl ὀσφύς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύος — ὀσφύς fem gen sg ὀσφύς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύσι — ὀσφύς fem dat pl ὀσφύς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύσιν — ὀσφύς fem dat pl ὀσφύς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύων — ὀσφύς fem gen pl ὀσφύς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφύα — ὀσφύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»